εκμαίνομαι

εκμαίνομαι
(тк αόρ. εξεμάνην) αμετ. приходить в ярость, выходить из себя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκμαίνομαι" в других словарях:

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • προσεκμαίνομαι — Α γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»] …   Dictionary of Greek

  • ՄՈԼԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0293 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ձ. μαίνομαι, ἑμμαίνομαι, ἑκμαίνομαι , ἑπιληπτεύομαι, ἑπιληπτίζω furo, insanio, demens sum, corripior a daemone, laboro epilepsia sive morbo comitiali, et incendor… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»